- ονύχινος
- ὀνύχινος, -η, -ον (Α) [όνυξ, -υχος (II)]1. αυτός που είναι κατασκευασμένος από τον ημιπολύτιμο λίθο όνυχα2. αυτός που είναι όμοιος με τον λίθο όνυχα3. (κυρίως για ένδυμα) αυτός που έχει χρώμα όνυχα4. φρ. «ὀνύχινον ἔλαιον» — ελαιώδες παρασκεύασμα από την αρωματική ουσία όνυξ.
Dictionary of Greek. 2013.